- ἀηττήτου
- ἀήττητοςunconqueredmasc/fem/neut gen sgἀησσητοςunconqueredmasc/fem/neut gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μίθρας — Αρχαία θεότητα των Αρίων. Η ινδική (βεδική) θρησκεία τον κατέταξε μεταξύ των σπουδαιότερων θεών του πανθέου της, ενώ στην Περσία, ο ζωροαστρισμός μεταξύ των δαιμόνων. Με την πάροδο του χρόνου όμως ο ζωροαστρισμός τον δέχτηκε ως υπέρτατο άγιο… … Dictionary of Greek
ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… … Dictionary of Greek
Καρλομάγνος ή Κάρολος ο Μέγας — (Charlemagne, 742 – Άαχεν 814). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (800 814) και βασιλιάς των Φράγκων (768 814). Στέφθηκε βασιλιάς μετά τον θάνατο του πατέρα του, Πεπίνου του Βραχύ, μοιράστηκε τον θρόνο μαζί με τον αδελφό του Καρλομάνο … Dictionary of Greek
Μιναμότο — (Minamoto). Ιαπωνική οικογένεια αυτοκρατορικής καταγωγής, οι ρίζες της οποίας ανάγονται στον 6o αι. μ.Χ. Συμμετέχοντας στους αγώνες για την εξουσία μεταξύ των Φουτζιβάρα και των Ταϊρά, εγκαθίδρυσε (1186) την πρώτη κυβέρνηση των σογκούν… … Dictionary of Greek
Ναδίρ Σαχ — (Shah Nadir, Καλάτ, Κχοραστάν 1688 – 1747). Βασιλιάς της Περσίας. Από ταπεινή οικογένεια, μπήκε στην υπηρεσία του βασιλιά Ταμ χάσπ B’ και κατατρόπωσε τους Αφγανούς (1732) που είχαν εισβάλει στη χώρα. Όταν έγινε αρκετά ισχυρός, εκθρόνισε τον… … Dictionary of Greek